παρεμβολέας

παρεμβολέας
ο
ηλεκτρικός μεταγωγέας που χρησιμοποιείται κατά την φόρτιση ή εκφόρτιση συστοιχίας συσσωρευτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρεμβάλλω. Η λ., στον λόγιο τ. παρεμβολεύς, μαρτυρείται από το 1891 στο περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”